- άρρις
- ἄρρις (-ινος), ο, η (Α) [ρις]1. αυτός που δεν έχει μύτη2. (για κυνηγετικούς σκύλους) αυτός που δεν έχει δυνατή όσφρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
ἄρρινας — ἄρρῑνας , ἄρρις without power of scenting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρινες — ἄρρῑνες , ἄρρις without power of scenting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)